- γιαγιάκα
- η ласк, бабуля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιαγιά — και υποκορ. γιαγιάκα, η 1. η μητέρα τού πατέρα ή τής μητέρας 2. (ως προσηγορία ηλικιωμένων γυναικών γενικά) σεβαστή γριούλα 3. (σπάν.) η αδελφή τής γιαγιάς, η μεγάλη θεία 4. φρ. «μεγάλη γιαγιά ή προγιαγιά» η μητέρα τής γιαγιάς, η προμάμμη.… … Dictionary of Greek